- συγκρίτης
- και δωρ. τ. συγκρίτας, ὁ, Α [συγκρίνω]δικαστικός πάρεδρος.————————ο, Ν [συγκρίνω]1. (γεωδ·) όργανο για την ακριβή μέτρηση ενός μεγέθους, η οποία γίνεται με σύγκριση τού μεγέθους αυτού με ένα πρότυπο μέτρο2. (φωτογραμμ.) οπτικό όργανο για την ακριβή μέτρηση τών ορθογώνιων ή πολικών συντεταγμένων σε οποιαδήποτε επίπεδη επιφάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.